Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡ χρύσαμμος

См. также в других словарях:

  • χρύσαμμος — ον, Α 1. αυτός που παρασύρει μαζί του χρυσή άμμο 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χρύσαμμος χρυσή άμμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἄμμος] …   Dictionary of Greek

  • BALLUCA — est χρύσαμμος, ut Tribonianus exposuit, i. e. aurosa arena, quae recense terra effosa est, seu ramenta auri minutiora, nondum excocta, Pollux την` χρυσίσα ψάμμον vocat. Cuiacius l. 1. Cod. de Metallar. et metallis. l. 11. Meminit eius Cod.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσαζίνη — η, Ν χημ. τρικυκλική αρωματική οργανική ένωση, ισομερής προς την αλιζαρίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chrysazin < chrys (< chrysammic < χρύσαμμος) + azin (< alizarin, βλ. λ. αλιζαρίνη)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσάμμου — χρῡσάμμου , χρύσαμμος golden sand fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»